- γλυκοκορτικοειδή
- Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές βρίσκονται σε ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά, ωστόσο η ορολογία γ. ισχύει μόνο για τα θηλαστικά. Ο φλοιός των επινεφριδίων εκκρίνει γ., όταν επιδράσει σε αυτόν μία ορμόνη της υπόφυσης, γνωστή ως φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη (ACTH), της οποίας η έκκριση σταματά όταν αυξηθεί η ποσόυτητα των γ. στο αίμα. Στο αίμα, τα γ. είναι δεσμευμένα με ειδικές πρωτεΐνες, και στην κατάσταση αυτή είναι ανενεργά. Ωστόσο, ένα ποσοστό περίπου 10% των γ. είναι ελεύθερο και σε αυτό οφείλεται η βιολογική δράση. Επίσης δεν περνούν το φίλτρο των νεφρών και έτσι δεν αποβάλλονται με τα ούρα. Ο καταβολισμός των γ. (δηλαδή η αποικοδόμησή τους) γίνεται στο συκώτι. Τα προϊόντα του καταβολισμού δεν συνδέονται με πρωτεΐνες και έτσι αποβάλλονται με τα ούρα. Στο συκώτι, ένα μέρος της κορτιζόλης μετατρέπεται στο επίσης ενεργό γ. κορτιζόνη, γνωστό από τη χρησιμοποίησή του στη θεραπευτική. Μετά από εγχειρήσεις και σε περιπτώσεις κατάθλιψης, ο ρυθμός του καταβολισμού των γ. στο συκώτι πέφτει και η συγκέντρωσή τους στο αίμα αυξάνει περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση. Τα γ. επιδρούν κυρίως στον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών. Προκαλούν γλυκονεογένεση στο συκώτι (δηλαδή βιοσύνθεση γλυκόζης με πρώτη ύλη αμινοξέα), που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της γλυκόζης του αίματος, μία κατάσταση που είναι γνωστή ως στεροειδής διαβήτης. Διευκολύνουν τον καταβολισμό των πρωτεϊνών στους μυς, με αποτέλεσμα την ελάττωση της μυϊκής μάζας και την αύξηση του αριθμού ελεύθερων αμινοξέων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο συκώτι για τη σύνθεση του γλυκογόνου. Η έντονη δράση τους σε άλλους ιστούς, όπως τα οστά, οδηγεί σε οστεοπόρωση, ενώ τα γ. προκαλούν επίσης την αποικοδόμηση των λιπών προς σχηματισμό λιπαρών οξέων, και επιδρούν στην τοπογραφική κατανομή του λιπώδους ιστού στα διάφορα σημεία του σώματος. Σημαντική είναι η επίδρασή τους στα κύτταρα του αίματος, όπου προκαλούν αύξηση των ερυθροκυττάρων και μείωση των λεμφοκυττάρων (άμυνα του οργανισμού). Τα γ. σε μεγάλες ποσότητες έχουν ισχυρή αντιαλλεργική και αντιφλεγμονώδη δράση, που οφείλεται στο γεγονός ότι παρεμποδίζεται η σύνθεση αντισωμάτων στα όργανα του λεμφικού συστήματος. Η μειωμένη σύνθεση αντισωμάτων έχει ως αποτέλεσμα και τη μη απόρριψη μοσχευμάτων. Στην παρεμπόδιση της πρωτεϊνικής σύνθεσης οφείλεται και το ότι χάρη στη δράση των γ., δεν σχηματίζονται συμφύσεις μετά από εγχειρήσεις. Τα γ. εξαφανίζουν επίσης τα συμπτώματα από την ύπαρξη βακτηριακών τοξινών στον οργανισμό, χωρίς όμως να σκοτώνουν τα ίδια τα μικρόβια. Επίσης καταστέλλουν τη δράση ενός ενζύμου που καταστρέφει τις κολλαγόνες ίνες στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Για τις ιδιότητές τους αυτές, τα γ. και τα διάφορα συνθετικά δραστικά παράγωγά τους χρησιμοποιούνται πολύ σε φάρμακα. Η παρουσία όμως μεγάλων ποσοτήτων γ. στο αίμα, που οφείλεται είτε στη χορήγηση μεγάλων δόσεων των ορμονών αυτών, είτε σε υπερπαραγωγή τους από τον οργανισμό (σε περιπτώσεις όγκων των επινεφριδίων ή της υπόφυσης), προκαλεί μία σειρά παθολογικών συμπτωμάτων γνωστά ως σύνδρομο Κάσινγκ (Cushing). Ο ασθενής παρουσιάζει πολύ λεπτό δέρμα και ατροφικούς μύες (εξαιτίας του υπερβολικού καταβολισμού των πρωτεϊνών), οι πληγές του κλείνουν δύσκολα, παθαίνει εύκολα εκχυμώσεις, το λίπος του ανακατανέμεται και συσσωρεύεται στο πρόσωπο, στον λαιμό και στον κορμό, ενώ τα άκρα μένουν λεπτά. Παρουσιάζεται επίσης υπεργλυκαιμία, που χειροτερεύει τυχόν υπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη, και υπέρταση, η οποία οφείλεται μάλλον σε άμεση δράση των γ. πάνω στα αιμοφόρα αγγεία.
Dictionary of Greek. 2013.